- αμετάπλαστος
- η , ο [ος , ον ]1) непреобразованный, невидоизменённый; непереработанный; 2) неизменяемый, не могущий быть преобразованным, изменённым
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αμετάπλαστος — η, ο [μεταπλάσσω] αυτός που δεν μεταπλάστηκε ή δεν είναι δυνατό να μεταπλαστεί, αμετάβλητος, αναλλοίωτος … Dictionary of Greek
αμετάπλαστος — η, ο αυτός που δε μεταπλάστηκε ή αυτός που δεν επιδέχεται μεταπλασμό, μεταβολή: Παρουσιάζει –και μάλιστα αμετάπλαστη– μια παλιά θεωρία ως νέα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμεταπλάστους — ἀμετάπλαστος not to be remoulded masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)